-
1 κατακλυζω
(дор. fut. κατακλύσσω)1) наводнять, затоплять, заливать(χθόνα Pind.; τέν γῆν Her.; ὅ κόσμος ὕδατι κατακλισθείς NT.; του ποταμοῦ κατακλύζοντος Plut.)
2) перен. затоплять, делать изобильнымκ. δίαιταν ἀφθονίᾳ Xen. — делать жизнь богатой;
κ. δεινῶν πόνων Eur. — обрушить (на кого-л.) множество бедствий;κατακεκλυσμένος χρυσίῳ Plut. — осыпанный золотом3) смывать(τὰ ἴχνη τοῦ λαγώ Xen.)
4) наполнять до краев, наливать доверху(πύελον Arph.)
5) ( о текучей воде) ворочать, уносить(ψᾶφον Pind.)
-
2 κατακλύζω
A- κλύσσω Pi.O.10(11).10
: [tense] pf.κατακέκλυκα PMagd.28.10
(iii B. C.):—deluge, inundate,τὴν γῆν Hdt. 2.13
(of the Nile), cf. 99 ([voice] Pass.), Pi.O.9.50, Th.3.89, Pl.Ti. 22d, OGI 90.24 (Rosetta, ii B. C.):—[voice] Pass., PPetr.2p.15[= 3 p.xv] (iii B. C.), etc.;ὑπ' ὄμβρων -κλυζόμενος Isoc.11.12
;κόσμος ὕδατι -κλυσθείς 2 Ep.Pet. 3.6
.2 metaph., deluge, overwhelm,τοίους γὰρ κατὰ κῦμα.. ἔκλυσεν Archil.9.3
;τὴν Φρυγῶν πόλιν.. ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν E.Tr. 995
;ἅπαντα.. κατακλύσει ποιήμασιν Cratin.186
; κ. ἀφθονίᾳ δίαιταν make life overflow with plenty, X.Oec.2.8; κατακλύσαι δεινῶν πόνων deluge with sufferings, E.Or. 343 (lyr.);εἰ καὶ μέλλει γέλωτι.. ὥσπερ κῦμα.. κατακλύσειν Pl.R. 473c
:—[voice] Pass., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν -κλυσθῆναι, of a city, A.Th. 1084 (anap.); ;Χρυσίῳ -κεκλυσμένος Plu.Dem.14
;- κλυσθέντα πλήθει κακῶν Lib.Ep.5.1
.IV clean out a bath, Gal.15.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλύζω
См. также в других словарях:
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek